- παφλαγονικά
- Παφλαγώνthe countryneut nom/voc/acc plπαφλαγονικά̱ , Παφλαγώνthe countryfem nom/voc/acc dualπαφλαγονικά̱ , Παφλαγώνthe countryfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παφλαγονικά — Παφλαγονικός the country neut nom/voc/acc pl Παφλαγονικά̱ , Παφλαγονικός the country fem nom/voc/acc dual Παφλαγονικά̱ , Παφλαγονικός the country fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύτινος — η, ο / σκύτινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που είναι κατασκευασμένος από σκύτος, από κατεργασμένο δέρμα, δερμάτινος, πέτσινος («ἐπὶ τῇ κεφαλῇ δὲ κράνη σκύτινα οἷάπερ τὰ Παφλαγονικά», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που αποτελείται μόνο από δέρμα και κόκαλα,… … Dictionary of Greek